ὀφιοειδῆ

ὀφιοειδῆ
ὀφιοειδής
like a serpent
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὀφιοειδής
like a serpent
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὀφιοειδής
like a serpent
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιολοβρόντης — αἰολοβρόντης, ο (Α) (για τον Δία) αυτός που βροντά εξαπολύοντας οφιοειδή κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + βροντή] …   Dictionary of Greek

  • επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… …   Dictionary of Greek

  • μαίανδρος — Διακοσμητικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από ευθείες γραμμές που κάμπτονται σε ορθές γωνίες και σχηματίζουν συνεχή σειρά επαναλαμβανόμενων ελιγμών. Το σχήμα πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Μαίανδρο (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας, που είναι… …   Dictionary of Greek

  • οφιοειδής — ές (Α οφιοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με φίδι νεοελλ. αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, ελικοειδής. επίρρ... οφιοειδώς με οφιοειδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • οφιόπους — ὀφιόπους, οδος, ὁ, ἡ (Α) (για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + πους] …   Dictionary of Greek

  • συγκρουστήρας — ο, Ν μεταλλικός δίσκος ο οποίος στηρίζεται σε ελατήρια και τοποθετείται, μεμονωμένος ή κατά ζεύγη, στα άκρα τού πλαισίου τών σιδηροδρομικών οχημάτων για να απορροφά τους κραδασμούς κατά την πρόσκρουση τών οχημάτων και για να προσδίδει στη σύνθεση …   Dictionary of Greek

  • φλεβεκτασία — η, Ν ιατρ. διάχυτη διεύρυνση μιας φλέβας, συνήθως χωρίς οφιοειδή πορεία και μακροσκοπικές αλλοιώσεις τού τοιχώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phlebectasie < φλέβα + έκταση] …   Dictionary of Greek

  • ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… …   Dictionary of Greek

  • κιρσοί — Όρος ο οποίος υποδηλώνει τη μόνιμη διάταση, εξοίδηση, επιμήκυνση και περιέλιξη των φλεβών. Πρόκειται για εκφυλιστική βλάβη των φλεβών. Αίτια δημιουργίας των κ. είναι η συγγενής έλλειψη ή ανεπάρκεια των βαλβίδων των φλεβών, οι οποίες φυσιολογικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”