αιολοβρόντης — αἰολοβρόντης, ο (Α) (για τον Δία) αυτός που βροντά εξαπολύοντας οφιοειδή κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + βροντή] … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… … Dictionary of Greek
μαίανδρος — Διακοσμητικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από ευθείες γραμμές που κάμπτονται σε ορθές γωνίες και σχηματίζουν συνεχή σειρά επαναλαμβανόμενων ελιγμών. Το σχήμα πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Μαίανδρο (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας, που είναι… … Dictionary of Greek
οφιοειδής — ές (Α οφιοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με φίδι νεοελλ. αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, ελικοειδής. επίρρ... οφιοειδώς με οφιοειδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + ειδής*] … Dictionary of Greek
οφιόπους — ὀφιόπους, οδος, ὁ, ἡ (Α) (για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + πους] … Dictionary of Greek
συγκρουστήρας — ο, Ν μεταλλικός δίσκος ο οποίος στηρίζεται σε ελατήρια και τοποθετείται, μεμονωμένος ή κατά ζεύγη, στα άκρα τού πλαισίου τών σιδηροδρομικών οχημάτων για να απορροφά τους κραδασμούς κατά την πρόσκρουση τών οχημάτων και για να προσδίδει στη σύνθεση … Dictionary of Greek
φλεβεκτασία — η, Ν ιατρ. διάχυτη διεύρυνση μιας φλέβας, συνήθως χωρίς οφιοειδή πορεία και μακροσκοπικές αλλοιώσεις τού τοιχώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phlebectasie < φλέβα + έκταση] … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek
κιρσοί — Όρος ο οποίος υποδηλώνει τη μόνιμη διάταση, εξοίδηση, επιμήκυνση και περιέλιξη των φλεβών. Πρόκειται για εκφυλιστική βλάβη των φλεβών. Αίτια δημιουργίας των κ. είναι η συγγενής έλλειψη ή ανεπάρκεια των βαλβίδων των φλεβών, οι οποίες φυσιολογικά… … Dictionary of Greek